- συνεπικυρώ
- -έω, Αεπικυρώνω κι εγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek